Voortbrengen στα ελληνικά
Μετάφραση: voortbrengen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, παράγω, γεννώ, φτιάχνω, κάνω, εργασία, προσκομίζω, κατασκευάζω, δουλειά, γεννοβολώ, δουλεύω, δημιουργώ, υποφέρω, εργάζομαι, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atrofie στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
- brandewijn στα ελληνικά - μπράντι, κέφια, κονιάκ, μπράντυ, brandy, το κονιάκ
- dikwijls στα ελληνικά - τακτικά, συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
- doorvoeren στα ελληνικά - άσκηση, χρήση, κατορθώνω, χρησιμοποιώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Voortbrengen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, παράγω, γεννώ, φτιάχνω, κάνω, εργασία, προσκομίζω, κατασκευάζω, δουλειά, γεννοβολώ, δουλεύω, δημιουργώ, υποφέρω, εργάζομαι, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, παράγω, γεννώ, φτιάχνω, κάνω, εργασία, προσκομίζω, κατασκευάζω, δουλειά, γεννοβολώ, δουλεύω, δημιουργώ, υποφέρω, εργάζομαι, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί