Vrekkigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: vrekkigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουλιμία, φιλαργυρία, απληστία, τσιγκουνιά, τσιγγουνιά, μικροπρέπεια, την τσιγκουνιά, η μικροπρέπεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bankdirecteur στα ελληνικά - τραπεζίτης, διευθυντής της τράπεζας, διευθυντή τράπεζας, διευθυντής τραπέζης, διευθυντής τράπεζας, διευθυντής τραπεζών
- collectief στα ελληνικά - συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
- journaliste στα ελληνικά - δημοσιογράφος, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο, ο δημοσιογράφος
- spraakkunst στα ελληνικά - γραμματική, γραμματικής, τη γραμματική, της γραμματικής, γραμματικό
Τυχαίες λέξεις
Vrekkigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουλιμία, φιλαργυρία, απληστία, τσιγκουνιά, τσιγγουνιά, μικροπρέπεια, την τσιγκουνιά, η μικροπρέπεια
Μεταφράσεις: βουλιμία, φιλαργυρία, απληστία, τσιγκουνιά, τσιγγουνιά, μικροπρέπεια, την τσιγκουνιά, η μικροπρέπεια