Vroegtijdig στα ελληνικά

Μετάφραση: vroegtijdig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νωρίς, πρώιμος, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Vroegtijdig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • idiotisme στα ελληνικά - ηλιθιότητα, την ηλιθιότητα, ανοησίας, βλακεία, ηλιθιότητας
  • kletsen στα ελληνικά - κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, κουτσομπόλης, κουτσομπολιά, κουτσομπολιού, το κουτσομπολιό, τα κουτσομπολιά
  • paranoïde στα ελληνικά - παρανοϊκός, παρανοϊκό, παρανοϊκή, παρανοϊκές, παρανοϊκοί
  • steward στα ελληνικά - ακόλουθος, συνοδός, υπάλληλο, συνοδού, θεράποντος, συνακόλουθα
Τυχαίες λέξεις
Vroegtijdig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νωρίς, πρώιμος, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές