Waardeloos στα ελληνικά
Μετάφραση: waardeloos, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άχρηστος, άνευ αξίας, άχρηστη, άχρηστα, άχρηστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanplanten στα ελληνικά - φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, φυτών, φυτού, φυτικών
- anders στα ελληνικά - άλλος, διαφορετικός, αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
- eensgezind στα ελληνικά - ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
- lenen στα ελληνικά - δανείζομαι, δανείζω, δάνειο, δανεισμός, να δανειστεί, για να δανειστεί, να δανειστούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Waardeloos στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άχρηστος, άνευ αξίας, άχρηστη, άχρηστα, άχρηστο
Μεταφράσεις: άχρηστος, άνευ αξίας, άχρηστη, άχρηστα, άχρηστο