Walg στα ελληνικά
Μετάφραση: walg, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρίκη, αηδία, αηδιάζουν, αηδιάσει, σιχασιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afspiegelen στα ελληνικά - αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, καθρέφτης, καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, κάτοπτρο
- doordrukken στα ελληνικά - δύναμη, βία, εξαναγκάζω, πιέζοντας, πατώντας, πατώντας το, με το πάτημα
- gesticht στα ελληνικά - επιβάλλω, θεσπίζω, ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, που ιδρύθηκε, στηρίζεται
- profetie στα ελληνικά - προφητεία, προφητείας, η προφητεία, την προφητεία, προφητεία του
Τυχαίες λέξεις
Walg στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρίκη, αηδία, αηδιάζουν, αηδιάσει, σιχασιά
Μεταφράσεις: φρίκη, αηδία, αηδιάζουν, αηδιάσει, σιχασιά