Φρίκη στα ολλανδικά

Μετάφραση: φρίκη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
walging, misselijkheid, afkeer, verschrikking, afschuw, gruweldaad, griezel, gruwel, walg, weerzin, afgrijzen, horror
Φρίκη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρίκη

φρίκη στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, φρίκη πέρασε λουκέτο στα γεννητικά όργανα της συζύγου του, φρίκη δείτε με τι ζούσε στον καναπέ του για μήνες, φρίκη στη τυνησία έσφαξαν πολίτη που βαπτίστηκε χριστιανός, φρίκη στην άρτα αλβανοί βίασαν ανήλικη μπροστά στον πατέρα της, φρίκη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φρίκη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φρένο στα ολλανδικά - rem, afremmen, remmen, rem-, brake, remsysteem
  • φρέσκος στα ολλανδικά - onbedorven, fris, luchtig, vers, brutaal, onbeschaamd, groen, ...
  • φραγμός στα ολλανδικά - hek, katrol, afsluiten, vastzetten, kubus, dam, blokkeren, ...
  • φραστικά στα ολλανδικά - verbaal, mondeling, mondelinge, verbale, verbaal te
Τυχαίες λέξεις
Φρίκη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: walging, misselijkheid, afkeer, verschrikking, afschuw, gruweldaad, griezel, gruwel, walg, weerzin, afgrijzen, horror