Warenhuis στα ελληνικά

Μετάφραση: warenhuis, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθήκη, πολυκατάστημα, πολυκαταστήματος, πολυκαταστημάτων, κατάστημα τμημάτων, το πολυκατάστημα
Warenhuis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bel στα ελληνικά - κουδούνι, καμπάνα, καμπάνας, κώδωνα, κουδουνιού
  • drenken στα ελληνικά - νερό, ποτίζω, ύδωρ, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, ...
  • schrikaanjagend στα ελληνικά - τρομερός, απαίσιος, φοβερός, φοβισμένος, τρομακτικός, τρομακτικό, scary, ...
  • spot στα ελληνικά - χλευασμός, κοροϊδία, γελοιοποιώ, παρωδία, περιγελώ, λοιδορία, διασυρμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Warenhuis στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθήκη, πολυκατάστημα, πολυκαταστήματος, πολυκαταστημάτων, κατάστημα τμημάτων, το πολυκατάστημα