Αποθήκη στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
warenhuis, afzetting, deposito, pakhuis, magazijn, opslagplaats, magazijn in, warehouse
Αποθήκη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθήκη

αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποθήκη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποθέωση στα ολλανδικά - apotheose, apotheosis, verheerlijking, vergoddelijking, de apotheose
  • αποθήκευση στα ολλανδικά - voorraadvorming, pakhuis, winkel, zaak, magazijn, opslagplaats, depot, ...
  • αποθανών στα ολλανδικά - vergevorderd, laat, onlangs, overledene, overleden, overledenen, overlijdt, ...
  • αποθαρρύνω στα ολλανδικά - verjagen, afschrikken, ontmoedigen, dishearten
Τυχαίες λέξεις
Αποθήκη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: warenhuis, afzetting, deposito, pakhuis, magazijn, opslagplaats, magazijn in, warehouse