Wenen στα ελληνικά
Μετάφραση: wenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνάζω, κλαίω, κραυγή, κλαίνε, κλαις, κλάψουν, κλαίτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dik στα ελληνικά - δασύς, ακαθάριστος, πυκνός, χοντρός, λίπος, αισχρός, εύσαρκος, ...
- geheugen στα ελληνικά - μνήμη, ανάμνηση, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
- lezer στα ελληνικά - αναγνώστης, αναγνώστη, ανάγνωσης, συσκευή ανάγνωσης, reader
- professioneel στα ελληνικά - επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
Τυχαίες λέξεις
Wenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνάζω, κλαίω, κραυγή, κλαίνε, κλαις, κλάψουν, κλαίτε
Μεταφράσεις: φωνάζω, κλαίω, κραυγή, κλαίνε, κλαις, κλάψουν, κλαίτε