Werkplaats στα ελληνικά
Μετάφραση: werkplaats, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψωνίζω, ατελιέ, μαγαζί, προδίδω, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
Μεταφράσεις
- afsmeken στα ελληνικά - ικετεύω, θερμοπαρακαλώ, παρακαλώ, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά
- echtscheiding στα ελληνικά - διαζύγιο, διαζυγίου, το διαζύγιο, του διαζυγίου, διαζυγίων
- interviewen στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
- onophoudelijk στα ελληνικά - παντοτινός, ενδελεχής, ακατάπαυστα, αδιάκοπα, ασταμάτητα, διαρκώς, συνεχώς
Τυχαίες λέξεις
Werkplaats στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψωνίζω, ατελιέ, μαγαζί, προδίδω, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
Μεταφράσεις: ψωνίζω, ατελιέ, μαγαζί, προδίδω, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου