Wikkel στα ελληνικά

Μετάφραση: wikkel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάλυμμα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα, περιτυλίγματος, περίβλημα, wrapper
Wikkel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekommernis στα ελληνικά - ανησυχία, επικουρία, ενδιαφέρον, προσοχή, βοήθημα, φροντίδα, βοήθεια, ...
  • hameren στα ελληνικά - σφυροκοπώ, σφυρί, σφύρα, σφύρας, σφυριού, το σφυρί
  • loopgraaf στα ελληνικά - χαράκωμα, χαντάκι, τάφρος, τάφρο, τάφρου
  • plotseling στα ελληνικά - ξαφνικά, αιφνιδιαστικά, αιφνίδιος, ξαφνικός, κοφτός, εντελώς ξαφνικά
Τυχαίες λέξεις
Wikkel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάλυμμα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα, περιτυλίγματος, περίβλημα, wrapper