Wild στα ελληνικά
Μετάφραση: wild, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηριώδης, βάρβαρος, μανιασμένος, άγριος, οργισμένος, μαινόμενος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bereidingswijze στα ελληνικά - διαδικασία, προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προετοιμασίας, παρασκευάσματος
- bewerking στα ελληνικά - προσαρμογή, πρόσφορος, ρύθμιση, εκδοχή, λειτουργία, επεξεργάζομαι, εγχείρηση, ...
- ondergang στα ελληνικά - ειμαρμένη, κόλαση, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής
- statie στα ελληνικά - σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Τυχαίες λέξεις
Wild στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηριώδης, βάρβαρος, μανιασμένος, άγριος, οργισμένος, μαινόμενος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
Μεταφράσεις: θηριώδης, βάρβαρος, μανιασμένος, άγριος, οργισμένος, μαινόμενος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας