Wit στα ελληνικά

Μετάφραση: wit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκολ, λευκός, άσπρος, άγραφος, σκοπός, άγραφτος, κενό, λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
Wit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beperking στα ελληνικά - περιορισμός, συστολή, περιστολή, εξαναγκασμός, φραγμός, περιορισμό, περιορισμού, ...
  • bijeen στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
  • heerschaar στα ελληνικά - στρατός, Ο κ, κ, τον κ, του κ
  • nagemaakt στα ελληνικά - τεχνητός, σφυρήλατος, πλαστά, πλαστών, σφυρηλατηθεί, σφυρήλατο
Τυχαίες λέξεις
Wit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκολ, λευκός, άσπρος, άγραφος, σκοπός, άγραφτος, κενό, λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού