Λευκό στα ολλανδικά

Μετάφραση: λευκό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blanco, wit, leeg, leegte, oningevuld, ledig, blank, blanke, witte, een witte, wit wordt
Λευκό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λευκό

λευκό φόρεμα, λευκό τσάι, λευκό ξύδι, λευκό ταξί θεσσαλονίκη, λευκό κρασί, λευκό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λευκό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λευκαντικό στα ολλανδικά - bleekmiddel, bleekwater, bleken, bleek, bleekmiddelen
  • λευκοπλάστης στα ολλανδικά - kalken, pleister, gips, aanstrijken, plakband, kleefband, tape, ...
  • λευκός στα ολλανδικά - ledig, blank, wit, oningevuld, leeg, blanco, leegte, ...
  • λεφτά στα ολλανδικά - buit, poen, valuta, geld, je geld, geld te, money, ...
Τυχαίες λέξεις
Λευκό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: blanco, wit, leeg, leegte, oningevuld, ledig, blank, blanke, witte, een witte, wit wordt