Wreedaardig στα ελληνικά

Μετάφραση: wreedaardig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληρός, απάνθρωπος, σκληρή, σκληρής, σκληρές, βάναυση
Wreedaardig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afbinden στα ελληνικά - σύμπλεγμα, κλωστή, επίδεσμος, δεσμός, απολίνωσης, απολινώσεως, νήμα απολίνωσης
  • multipliceren στα ελληνικά - πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
  • oppompen στα ελληνικά - φουσκώνω, τρόμπα, αντλία, φουσκώνω ελαστικά, ανεβάσουν, άντληση, δυναμώστε, ...
  • rantsoen στα ελληνικά - κατανέμω, μερίδα, σιτηρέσιο, αναλογία, σιτηρεσίου, τροφή
Τυχαίες λέξεις
Wreedaardig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληρός, απάνθρωπος, σκληρή, σκληρής, σκληρές, βάναυση