Wrok στα ελληνικά

Μετάφραση: wrok, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μνησικακία, σκορ, αγανάκτηση, σκοράρω, χολή, άχτι, εικοσαριά, πικράδα, δυσαρέσκεια, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκεια
Wrok στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lichtbak στα ελληνικά - προβολέας, προβολέα, προβολέων, των προβολέων, του προβολέα
  • mierik στα ελληνικά - χρένο, κοχλιαρίας, χρένου, ραφανιδική, κρένου
  • puber στα ελληνικά - εφηβικός, έφηβος, εφήβων, εφήβου, εφηβική, έφηβο
  • spreektrant στα ελληνικά - γλώσσα, ευγλωττία, ρητορική, λόγου και ορθοφωνίας, ορθοφωνίας
Τυχαίες λέξεις
Wrok στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μνησικακία, σκορ, αγανάκτηση, σκοράρω, χολή, άχτι, εικοσαριά, πικράδα, δυσαρέσκεια, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκεια