Ziekenwagen στα ελληνικά

Μετάφραση: ziekenwagen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
Ziekenwagen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afhankelijk στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
  • bekleden στα ελληνικά - παίρνω, καταλαμβάνω, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
  • droog στα ελληνικά - ξερός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
  • openbaar στα ελληνικά - υφήλιος, κόσμος, κοινός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, ...
Τυχαίες λέξεις
Ziekenwagen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα