Zoektocht στα ελληνικά
Μετάφραση: zoektocht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναζήτηση, κυνήγι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blank στα ελληνικά - κενό, άσπρος, λευκός, λευκό, άγραφος, άγραφτος, κενές, ...
- exclusief στα ελληνικά - αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- façade στα ελληνικά - πρόσοψη, πρόσοψης, όψη, προσόψεων, όψης
- springscherm στα ελληνικά - αλεξίπτωτο, αλεξίπτωτου, αλεξιπτώτου, αλεξίπτωτων, αλεξίπτωτου για
Τυχαίες λέξεις
Zoektocht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναζήτηση, κυνήγι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Μεταφράσεις: αναζήτηση, κυνήγι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή