Αναζήτηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναζήτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speurtocht, onderzoek, speurwerk, opzoeken, zoektocht, quest, streven, zoeken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναζήτηση
αναζήτηση εργασίας θεσσαλονίκη, αναζήτηση φεκ, αναζήτηση νόμων, αναζήτηση τκ, αναζήτηση εργασίας, αναζήτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναζήτηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναδρομικός στα ολλανδικά - met terugwerkende kracht, retrospectieve, retrospectief, achteraf, terugwerkende
- αναδύομαι στα ολλανδικά - oppervlakte, opdraven, opdagen, te voorschijn komen, opduiken, ontstaan, emerge, ...
- αναζητητής στα ολλανδικά - zoeker, seeker, de werkzoeker, werkzoeker, voor de werkzoeker
- αναζητώ στα ολλανδικά - aanpassen, toetsen, beproeven, opzoeken, proberen, trachten, uitproberen, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναζήτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: speurtocht, onderzoek, speurwerk, opzoeken, zoektocht, quest, streven, zoeken
Μεταφράσεις: speurtocht, onderzoek, speurwerk, opzoeken, zoektocht, quest, streven, zoeken