Államsegély στα ελληνικά

Μετάφραση: államsegély, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πριμοδότηση, επίδομα, επιχορήγηση, επιδότηση, επιχορήγησης, επιδότησης, επιχορηγήσεις
Államsegély στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • frazeológia στα ελληνικά - φρασεολογία, φρασεολογίας, τη φρασεολογία, η φρασεολογία, φρασεολογία που
  • háborgó στα ελληνικά - θυελλώδης, θυελλώδη, θυελλώδους, τη θυελλώδη, τρικυμισμένη
  • kolonc στα ελληνικά - βακαλάος
  • olvasókönyv στα ελληνικά - αναγνώστης, αναγνώστη, ανάγνωσης, συσκευή ανάγνωσης, reader
Τυχαίες λέξεις
Államsegély στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πριμοδότηση, επίδομα, επιχορήγηση, επιδότηση, επιχορήγησης, επιδότησης, επιχορηγήσεις