Állvány στα ελληνικά

Μετάφραση: állvány, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόδι, στάδιο, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται
Állvány στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akárki στα ελληνικά - κανένας, κάποιος, κανέναν, οποιονδήποτε, κανείς, καθένας
  • ecsetkezelés στα ελληνικά - πινελιά, αγγίζω, πινελιές, brushwork, πινελιών
  • fazekasság στα ελληνικά - αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
  • mindennapos στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Τυχαίες λέξεις
Állvány στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόδι, στάδιο, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται