Ápoló στα ελληνικά
Μετάφραση: ápoló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arcátlanul στα ελληνικά - αναιδής, αναίσχυντος, θρασύς, θρασείς, αναιδείς
- belekeverés στα ελληνικά - ενσωμάτωση, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη, ενσωμάτωσή
- elhanyagolható στα ελληνικά - αμελητέος, αμελητέα, αμελητέο, αμελητέες, ασήμαντη
- kimerülés στα ελληνικά - ατυχία, καημός, θλίψη, αγωνία, εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Ápoló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα