Árammegszakító στα ελληνικά
Μετάφραση: árammegszakító, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορώ, εκκρίνω, δημοσιεύω, διακόπτη, διακόπτη κυκλώματος, διακόπτης κυκλώματος, διακόπτη ισχύος, ασφαλειοδιακόπτη
Μεταφράσεις
- fúzió στα ελληνικά - σύντηξη, συγχώνευση, συγκέντρωση, συγχώνευσης, συγκεντρώσεων, συγκέντρωσης
- kábelkés στα ελληνικά - Καλώδιο, Καλωδιακή, Cable, συνδρομητική, καλωδίου
- látszatkeltés στα ελληνικά - εκζήτηση, προσποιητός, προσποιητή, προσποίηση, προσποιητό
- némaság στα ελληνικά - σιγή, σιωπή, σωπαίνω, βουβαμάρα, αταραξία
Τυχαίες λέξεις
Árammegszakító στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, εκκρίνω, δημοσιεύω, διακόπτη, διακόπτη κυκλώματος, διακόπτης κυκλώματος, διακόπτη ισχύος, ασφαλειοδιακόπτη
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, εκκρίνω, δημοσιεύω, διακόπτη, διακόπτη κυκλώματος, διακόπτης κυκλώματος, διακόπτη ισχύος, ασφαλειοδιακόπτη