Építész στα ελληνικά

Μετάφραση: építész, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίστης, κτίστης, οικοδόμος, Builder, κατασκευαστή, Δόμηση, κατασκευαστής
Építész στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agyrázkódás στα ελληνικά - διάσειση, εγκεφαλική διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, Πλήγμα στο κρανίο
  • kecske στα ελληνικά - γίδα, κατσίκα, αίγα, κατσίκας, κατσικίσιο
  • kávéskészlet στα ελληνικά - καμπαρέ, Υπηρεσία, Υπηρεσία των, Υπηρεσίας, υπηρεσιών, Υπηρεσίες
  • molnárság στα ελληνικά - άλεσμα, άλεσης, άλεση, αλέσεως, φρεζάρισμα
Τυχαίες λέξεις
Építész στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίστης, κτίστης, οικοδόμος, Builder, κατασκευαστή, Δόμηση, κατασκευαστής