Ócsárlás στα ελληνικά

Μετάφραση: ócsárlás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάχρηση, βρίζω, καταχρώμαι, λοιδορία
Ócsárlás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elhelyezkedés στα ελληνικά - πόστο, ταχυδρομώ, δοκάρι, τοποθεσία, θέση, τοποθεσίας, τοποθεσιών, ...
  • kacsintás στα ελληνικά - στραβοκοίταγμα, υποβλέπω, λάγνο βλέμμα, Λέερ, leer
  • kapcsolás στα ελληνικά - κοινός, γόμφος, κοψίδι, άρθρωση, Αλλαγή, Εναλλαγή, Ενεργοποίηση, ...
  • megbocsátható στα ελληνικά - συγγνωστός, συγχωρεμένος, συγγνωστή, συγγνωστής, συγγνωστό, είναι συγγνωστή
Τυχαίες λέξεις
Ócsárlás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάχρηση, βρίζω, καταχρώμαι, λοιδορία