Βρίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mocskolódás, visszaélés, ócsárlás, gyalázkodás, böfög, böfögés
Βρίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρίζω

βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βρίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βρέχω στα ουγγρικά - eső, esőben, az eső, esőt, esővel
  • βρήκα στα ουγγρικά - talált, megtalált, találhatók, találtam, találtak
  • βρίθω στα ουγγρικά - bővelkedik, bővelkednek, bőven, számosak, hemzsegnek
  • βρίσκομαι στα ουγγρικά - am, vagyok, vagyok az
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: mocskolódás, visszaélés, ócsárlás, gyalázkodás, böfög, böfögés