Asszisztens στα ελληνικά

Μετάφραση: asszisztens, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, αναπληρωτής, βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
Asszisztens στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asszimiláció στα ελληνικά - αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
  • asszimilálódás στα ελληνικά - αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
  • asszociáció στα ελληνικά - σύνδεσμος, σχέση, σύνδεσης, ένωση, συνδέσμου
  • asszony στα ελληνικά - γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Τυχαίες λέξεις
Asszisztens στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, αναπληρωτής, βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί