Baki στα ελληνικά

Μετάφραση: baki, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, διάλειμμα, γκάφα, blooper
Baki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bakfis στα ελληνικά - κορίτσι 12-15 ετών
  • bakhát στα ελληνικά - εξοπλίζω, στήνω, κορυφογραμμή, ράχη, κορυφογραμμής, ράχης, προεξοχή
  • baklövés στα ελληνικά - ταξιδάκι, πεδικλώνω, βλακεία, προς αποστέωση, αποστέωση, των προς αποστέωση, χονδρό λάθος
  • baktérium-szélesztés στα ελληνικά - βακτηριακή, βακτηριακής, βακτηριακές, βακτηριακών, βακτηριακά
Τυχαίες λέξεις
Baki στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, διάλειμμα, γκάφα, blooper