Behajtás στα ελληνικά
Μετάφραση: behajtás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγαστικός, στέγαση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- begyöpösödött στα ελληνικά - αποπνικτικός, μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη
- begyújtás στα ελληνικά - πυροδότηση, ανάφλεξη, μίζα, διακόπτης, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, ...
- behajózás στα ελληνικά - αποστολή, επιβίβαση, επιβίβασης, επιβιβάσεως, την επιβίβαση, επιβίβασή
- behangolás στα ελληνικά - ρύθμιση, συντονισμός, attunement, συντονισμών, συντονισμούς, ήτανε υψηλά συντονισμένη
Τυχαίες λέξεις
Behajtás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγαστικός, στέγαση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
Μεταφράσεις: στεγαστικός, στέγαση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης