Bekávézott στα ελληνικά
Μετάφραση: bekávézott, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράξενος, αλλόκοτος, αδερφή
Μεταφράσεις
- bekezdés στα ελληνικά - παράγραφος, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
- beképzelt στα ελληνικά - αλαζών, ξιπασμένος, υπερήφανος
- beképzeltség στα ελληνικά - εγωισμός, εγωισμό, εγωισμού, τον εγωισμό, εγωκεντρισμό
Τυχαίες λέξεις
Bekávézott στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράξενος, αλλόκοτος, αδερφή
Μεταφράσεις: παράξενος, αλλόκοτος, αδερφή