Bekövetkezés στα ελληνικά

Μετάφραση: bekövetkezés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεγονός, συμβάν, περιστατικό, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
Bekövetkezés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beképzeltség στα ελληνικά - εγωισμός, εγωισμό, εγωισμού, τον εγωισμό, εγωκεντρισμό
  • bekötött στα ελληνικά - δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
  • bele στα ελληνικά - σε, στο, στην, στη, μέσα
  • beleegyezés στα ελληνικά - επικυρώνω, κύρωση, συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
Τυχαίες λέξεις
Bekövetkezés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεγονός, συμβάν, περιστατικό, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση