Besüppedés στα ελληνικά
Μετάφραση: besüppedés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουλιάζω, κρεμάω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besózott στα ελληνικά - αλάτι, κορν, παστό, corned, διαφόρων παρτίδων corned, παρτίδων corned
- besúgó στα ελληνικά - κατασκοπεύω, κατάσκοπος, χαφιές, πληροφορητής, καταδότης, πληροφοριοδότης, την INFORMER
- betakarítás στα ελληνικά - σοδειά, θερίζω, τρύγος, συγκομιδή, συγκομιδής, τη συγκομιδή, συγκομιδή του, ...
- beteg στα ελληνικά - ασθενής, ασθενή, ασθενούς, ασθενών, των ασθενών
Τυχαίες λέξεις
Besüppedés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουλιάζω, κρεμάω
Μεταφράσεις: βουλιάζω, κρεμάω