Βουλιάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelógás, besüppedés, mosogató, mosdó, mosdóval, mosdókagyló, mosogatóba
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιάζω
ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βουλιάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βουκολικός στα ουγγρικά - pásztori, bukolikus, falusias, falusin, idilli
- βουλή στα ουγγρικά - parlament, ház, House, házban, házat, háza
- βουλιμία στα ουγγρικά - pénzvágy, sóvárgás, kapzsiság, sóvárság, bulimia, a bulimia, bulímia, ...
- βουλώνω στα ουγγρικά - rönk, hátramozdító, klumpa, dugaszol, tömítőkészít, tömítés, tömítőanyag, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lelógás, besüppedés, mosogató, mosdó, mosdóval, mosdókagyló, mosogatóba
Μεταφράσεις: lelógás, besüppedés, mosogató, mosdó, mosdóval, mosdókagyló, mosogatóba