Csábító στα ελληνικά

Μετάφραση: csábító, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θελκτικός, δελεαστικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική
Csábító στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csáb στα ελληνικά - δελεάζω, Csáb
  • csábítás στα ελληνικά - δελεάζω, αποπλάνηση, αποπλάνησης, γοητεία, την αποπλάνηση, της αποπλάνησης
  • csákányozó στα ελληνικά - συλλέκτης, μαζεύων, επιλογέα, μηχανήματα συλλογής, συλλογής
  • csáp στα ελληνικά - κεραία, πλοκάμι, νηματίων, Tentacle, πλοκάμων, μορφή νηματίων
Τυχαίες λέξεις
Csábító στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θελκτικός, δελεαστικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική