Δελεαστικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: δελεαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csábító, elragadó, vonzó, a csábító, csábos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δελεαστικός
δελεαστικός συνώνυμα, δελεαστικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δελεαστικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δεκτός στα ουγγρικά - elfogadott, az elfogadott, Elfogadva, Accepted, fogadja el
- δελεάζω στα ουγγρικά - csalétek, csáb, sólyomcsalogató, varázs, csábítás, hízelgő beszéd, Blarney, ...
- δελτίο στα ουγγρικά - osztály, forma, bulletin, értesítőben, közlönyben, közlemény, közleményt
- δελφίνι στα ουγγρικά - delfin, Dolphin, delfint, a delfin
Τυχαίες λέξεις
Δελεαστικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: csábító, elragadó, vonzó, a csábító, csábos
Μεταφράσεις: csábító, elragadó, vonzó, a csábító, csábos