Díjazás στα ελληνικά
Μετάφραση: díjazás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοικιάζω, αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- díj στα ελληνικά - πάσσαλος, αμοιβή, τέλη, τέλος, τέλους, χρέωση
- díjazott στα ελληνικά - σιτίζω, ταΐζω, τροφοδοτώ, νικητές, οι νικητές, νικητών, τους νικητές, ...
- díjnyertes στα ελληνικά - βραβευμένο, Το βραβευμένο, Ο βραβευμένος, βραβευμένη, βραβευμένος
- díjszabás στα ελληνικά - αναλογία, τιμή, δασμολόγιο, δασμολογικών, δασμολογική, δασμολογικής, δασμολογικές
Τυχαίες λέξεις
Díjazás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοικιάζω, αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές
Μεταφράσεις: νοικιάζω, αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές