Νοικιάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: νοικιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bérelés, kibérelés, díjazás, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοικιάζω
νοικιάζω english, νοικιάζω αυτοκίνητο, νοικιάζω τη γυναίκα μου, νοικιάζω σπίτι, νοικιάζω σπίτι στο ηράκλειο, νοικιάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, νοικιάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- νοιάζομαι στα ουγγρικά - kérdés, kézirat, gondoskodás, ellátás, ellátást, gondozás, gondoskodást
- νοικάρης στα ουγγρικά - albérlő, Roomer, Roomers
- νοικοκύρης στα ουγγρικά - háziúr, háziasszony, háztartásbeli, háztartásbeliek, otthonteremtő, homemaker
- νομίζω στα ουγγρικά - gondol, hiszem, gondolja
Τυχαίες λέξεις
Νοικιάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bérelés, kibérelés, díjazás, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj
Μεταφράσεις: bérelés, kibérelés, díjazás, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj