Díszlet στα ελληνικά

Μετάφραση: díszlet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορισμένος, τοποθετώ, τοπίο, σκηνικό, τοπία, τοπίου, σκηνικά
Díszlet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • díszkivilágítás στα ελληνικά - προβολέας, προβολέα, floodlight, προβολείς, διάχυτο φως
  • díszkoporsó στα ελληνικά - διακοσμημένο, διακοσμημένα, διακόσμηση, είναι διακοσμημένα, διακοσμημένη
  • díszlövés στα ελληνικά - χαιρετισμούς, χαιρετίζει, χαιρετά, πυροτεχνήματων, χαιρετίζουν
  • díszpárna στα ελληνικά - μαξιλάρι, Cushion, μαξιλαριού, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του
Τυχαίες λέξεις
Díszlet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορισμένος, τοποθετώ, τοπίο, σκηνικό, τοπία, τοπίου, σκηνικά