Καθορισμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
napnyugta, irányzat, megállapított, garnitúra, kötött, díszlet, halmaz, palánta, rögzített, fix, állandó, meghatározott, határozott
Καθορισμένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορισμένος

καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθορισμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καθομιλούμενος στα ουγγρικά - anyanyelv, népnyelvi, társalgó, társalgási, párbeszédes, a társalgási, csevegő
  • καθορίζω στα ουγγρικά - meghatározzák, határozzák meg, meghatározni, határozzák, meghatározza
  • καθοριστικός στα ουγγρικά - meghatározó, döntő, meghatározója, determináns, determinánst
  • καθρέφτης στα ουγγρικά - tükör, Mirror, tükröt, tükörben, tükörrel
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: napnyugta, irányzat, megállapított, garnitúra, kötött, díszlet, halmaz, palánta, rögzített, fix, állandó, meghatározott, határozott