Dóm στα ελληνικά

Μετάφραση: dóm, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπάλα, κουβάρι, θόλος, τρούλος, Dome, θόλο, θόλου
Dóm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • díszítés στα ελληνικά - διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
  • díszünnepély στα ελληνικά - Gala, γκαλά, εορταστικό, Επίσημο, την Gala
  • döfés στα ελληνικά - ώθηση, χωμένος, μπήγω, διακόπτω, σας διακόπτω, διαμόρφωση σωλήνων, χάραξη περιβλήματος
  • dög στα ελληνικά - ψοφίμι, carrion, κουρούνα, ψοφίμια, το carrion
Τυχαίες λέξεις
Dóm στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπάλα, κουβάρι, θόλος, τρούλος, Dome, θόλο, θόλου