Elévülés στα ελληνικά
Μετάφραση: elévülés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, περιορισμός, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elérés στα ελληνικά - φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
- elévült στα ελληνικά - μπαγιάτικος, παραγραφεί, παραγράφονται, παραγραφής, παραγραφή, απαγορεύεται
- elítélt στα ελληνικά - φυλακισμένος, καταδικαστεί, έχουν καταδικαστεί, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, καταδικασθεί
- elítélés στα ελληνικά - καταδίκη, πεποίθηση, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Τυχαίες λέξεις
Elévülés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών