Περιστολή στα ουγγρικά

Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határolás, kedvezmény, megszorítás, elévülés, csökkentés, csökkentése, csökkentését, csökkenése, csökkentési
Περιστολή στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιστολή

περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, περιστολή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • περιστατικό στα ουγγρικά - incidens, megtörténés, töltényhüvely, bekövetkezés, esemény, eset, baleset, ...
  • περιστεράκι στα ουγγρικά - köpcös, üléstámla, üléstámla mellett, köpcös ember
  • περιστρέφομαι στα ουγγρικά - forgás, pörög, forog, felkunkorodó, kering
  • περιστρέφω στα ουγγρικά - forog, nyakszirt
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: határolás, kedvezmény, megszorítás, elévülés, csökkentés, csökkentése, csökkentését, csökkenése, csökkentési