Elavult στα ελληνικά

Μετάφραση: elavult, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Elavult στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eladósodás στα ελληνικά - χρέος, χρέους, χρέωσης, χρεών, υπερχρέωση
  • elapadás στα ελληνικά - ξήρανση, στέγνωμα, στερεύει, στερεύουν, αποξήρανση
  • elbeszélés στα ελληνικά - ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, ιστορία του
Τυχαίες λέξεις
Elavult στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου