Απαρχαιωμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ódon, idejétmúlt, elavult, az elavult, elavultak, korszerűtlen
Απαρχαιωμένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απαρχαιωμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • απαραβίαστο στα ουγγρικά - sérthetetlenség, sérthetetlenségét, sérthetetlenségének, sérthetetlensége, sérthetetlenséget
  • απαριθμώ στα ουγγρικά - eligazítás, alkatrész, rész, gépelem, felsorol, sorol, felsorolni, ...
  • απαστράπτω στα ουγγρικά - szikrázás, csillogás, fellobbanás, flare, hollandi, fáklyát, tükröződéseke
  • απασχολημένος στα ουγγρικά - forgalmas, serény, tevékeny, elfoglalt, foglalt, elfoglalva, mozgalmas
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ódon, idejétmúlt, elavult, az elavult, elavultak, korszerűtlen