Elkerülés στα ελληνικά
Μετάφραση: elkerülés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφυγή, αποφυγής, φοροαποφυγής, την αποφυγή, φοροαποφυγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elkerülhetetlen στα ελληνικά - προστακτική, αναπόφευκτος, αναπόφευκτη, αναπόφευκτο, αναπόφευκτες, αναπόφευκτα
- elkerülhetetlenül στα ελληνικά - απαραίτητα, αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
- elkeseredett στα ελληνικά - απελπισμένος, απεγνωσμένος, πικρός, πικρή, πικρό, πικρές, πικρά
- elkeseredés στα ελληνικά - εξόργιση, exasperation, αγανάκτηση, οργή, απόγνωση
Τυχαίες λέξεις
Elkerülés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφυγή, αποφυγής, φοροαποφυγής, την αποφυγή, φοροαποφυγή
Μεταφράσεις: αποφυγή, αποφυγής, φοροαποφυγής, την αποφυγή, φοροαποφυγή