Ellátott στα ελληνικά
Μετάφραση: ellátott, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάφορτος, αγχωμένος, με, με το, με την, με τις, με τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ellipszis στα ελληνικά - έλλειψη, έλλειψης, ελλείψεως, ελλειπτική, έλλειψη που
- ellátatlan στα ελληνικά - απρομήθευτος, ακάλυπτες, από ακάλυπτες, χωρίς εφόδια, χωρίς εφόδια να
- ellátás στα ελληνικά - μέριμνα, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
- ellátó στα ελληνικά - προμηθευτής, πάροχος, πάροχο, φορέα παροχής, παρόχου
Τυχαίες λέξεις
Ellátott στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάφορτος, αγχωμένος, με, με το, με την, με τις, με τα
Μεταφράσεις: κατάφορτος, αγχωμένος, με, με το, με την, με τις, με τα