Gépegység στα ελληνικά

Μετάφραση: gépegység, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Gépegység στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gépasztal στα ελληνικά - κρεβάτι, υπουργικό συμβούλιο, ντουλάπι, ερμάριο, υπουργικού συμβουλίου, καταψύκτη
  • gépcsoport στα ελληνικά - επιδεινώνω, σύνθετος, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
  • gépelem στα ελληνικά - λεπτομέρεια, απαριθμώ, στοιχεία, τα στοιχεία, στοιχείων, στοιχεία που
  • gépesítés στα ελληνικά - αυτοματοποίηση, μηχανοποίηση, εκμηχάνιση, μηχανοποίησης, εκμηχάνισης, την εκμηχάνιση
Τυχαίες λέξεις
Gépegység στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα