Μονάδα στα ουγγρικά

Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gépegység, mértékegység, egységnyi, egység, készülék, egységet, készüléket, berendezés
Μονάδα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μονάδα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μολύνω στα ουγγρικά - megfertőz, megfertőzni, megfertőzheti, megfertőzi, fertőzik
  • μομφή στα ουγγρικά - szemrehányás, szemrehányást, gyalázatot, gyalázatomat, gyalázat
  • μονή στα ουγγρικά - apátság, apácazárda, kolostor, apátsági, apátságot, abbey, apátságban
  • μοναδικός στα ουγγρικά - egyes, egyedülálló, egyedi, különleges, az egyedülálló, sajátos
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gépegység, mértékegység, egységnyi, egység, készülék, egységet, készüléket, berendezés