Gyáregység στα ελληνικά
Μετάφραση: gyáregység, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτό, φυτεύω, εργοστάσιο, μονάδα παραγωγής, μονάδα κατασκευής, κατασκευαστική μονάδα, μονάδας κατασκευής, κατασκευής μονάδας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gyámoszlop στα ελληνικά - μόλος, αποβάθρα, στήλη, στήλης, της στήλης, κολόνα
- gyámság στα ελληνικά - θάλαμος, κηδεμονία, κηδεμονίας, επιτροπείας, επιτροπεία, την κηδεμονία
- gyártmány στα ελληνικά - φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, κάνω, προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, ...
- gyártás στα ελληνικά - παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Τυχαίες λέξεις
Gyáregység στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτό, φυτεύω, εργοστάσιο, μονάδα παραγωγής, μονάδα κατασκευής, κατασκευαστική μονάδα, μονάδας κατασκευής, κατασκευής μονάδας
Μεταφράσεις: φυτό, φυτεύω, εργοστάσιο, μονάδα παραγωγής, μονάδα κατασκευής, κατασκευαστική μονάδα, μονάδας κατασκευής, κατασκευής μονάδας