Λέξη: περιπατητικός
Σχετικές λέξεις: περιπατητικός
περιπατητικόσ διαλογισμόσ, περιπατητικός σύλλογος θεσσαλονίκης, περιπατητικόσ σύλλογοσ βόλου, περιπατητικόσ ασθενήσ, περιπατητικός σύλλογος, περιπατητικός σύλλογος αθήνα, περιπατητικός σύλλογος ηρακλείου, περιπατητικός σύλλογος αθηνών, περιπατητικός οδηγός λίμνης κάρλας, περιπατητικός τουρισμός
Συνώνυμα: περιπατητικός
κινητός, πλανόδιος, περιφερόμενος
Μεταφράσεις: περιπατητικός
περιπατητικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambulatory, ambulant, peripatetic, perambulatory, Hiking, Trekking
περιπατητικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ambulatorio, deambulatorio, ambulatoria, ambulatorios, ambulatoria de
περιπατητικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wandernd, arkade, wandelgang, Umgang, ambulanten, ambulante, ambulant, ambulanter
περιπατητικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ambulant, ambulatoire, ambulatoires, déambulatoire, en ambulatoire, soins ambulatoires
περιπατητικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambulatorio, deambulatorio, ambulatoriale, ambulatoriali, ambulacro
περιπατητικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambulatório, ambulatorial, ambulatória, ambulatorial da, ambulatoriais
περιπατητικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ambulatory, ambulante, ambulant, de ambulante, kooromgang
περιπατητικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перемещающийся, амбулаторный, аннулированным, блуждающий, передвижной, ходячий, амбулаторно, амбулаторная, амбулаторного, амбулаторное
περιπατητικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ambulerende, ambulatorisk, ambulatory, ambulant, oppegående
περιπατητικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ambulatorisk, ambulatory, ambulatoriskt, ambulerande, ambulatoriska
περιπατητικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liikkuva, avohoidossa, ambulatorinen, ambulatorisen, Ambulatoriset
περιπατητικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ambulant, ambulante, ambulatorisk, til ambulant, ambulatory
περιπατητικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pojízdný, ambulantní, ambulantního, ambulantně, ambulatorní, ambulantních
περιπατητικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
objazdowy, wędrowny, ambulatoryjny, krużganki, ambulatory, ambulatoryjna, ambulatoryjnego
περιπατητικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sétány, sétahely, mozgó, járó, ambuláns, járóbeteg, az ambuláns
περιπατητικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gezici, ayaktan, ambulatuar, ambulatuvar, ambulatory
περιπατητικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амбулаторний, блукаючий
περιπατητικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ambulator, ambulatore, ambulance, ambulant, ambulante
περιπατητικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амбулаторен, амбулаторна, амбулаторно, амбулаторната, амбулаторни
περιπατητικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
амбулаторны
περιπατητικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liikumisvõimeline, edasikanduv, ambulatoorne, ambulatoorse, ambulatoorset, ambulatoorsete, ambulatoorselt
περιπατητικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokretan, ambulantan, ambulatorna, ambulantno, ambulantnu
περιπατητικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
göngudeild, gangandi, á göngudeild
περιπατητικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ambulatorinė, ambulatorinės, ambulatorijoje, ambulatoriškai, ambulatorinis
περιπατητικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ceļojošs, ambulatorisks, pārvietojams, ambulatorā, ambulatoriskā
περιπατητικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
амбулантски, амбулантни, амбулантна, амбулантско, амбулантска
περιπατητικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambulatoriu, ambulator, ambulatorie, în ambulator, de ambulator
περιπατητικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ambulantní, ambulantno, pokretna, ambulantni, ambulantna
περιπατητικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohyblivý, sanitní, ambulantní, ambulantná, ambulantný, ambulantnej, ambulantné, ambulantnú
Τυχαίες λέξεις